Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἐσχηματισμένον

См. также в других словарях:

  • ἐσχηματισμένον — σχηματίζω assume a certain form perf part mp masc acc sg σχηματίζω assume a certain form perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»